πρωτόφυτα

πρωτόφυτα
τα, Ν
βιολ. (σε ορισμένα συστήματα ταξινόμησης) βιολογικό υποβασίλειο που περιλαμβάνει οργανισμούς, οι οποίοι μοιάζουν με φυτά και το οποίο μαζί με το υποβασίλειο τών πρωτοζώων, που περιλαμβάνει οργανισμούς οι οποίοι μοιάζουν με ζώα, αποτελούν το βασίλειο τών πρωτίστων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτομονάδες — οι (βοτ. ζωολ.) ονομασία τών μικρών διμαστιγοφόρων που θεωρούνται είτε πρωτόφυτα είτε πρωτόζωα …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρος — α, ο (Α μαστιγοφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει μαστίγιο («καὶ μαστιγοφόρους τριακοσίους ὑπηρέτας», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστιγοφόρα (ζωολ. βοτ.) πρώτιστα πρωτόζωα ή πρωτόφυτα, τα οποία φέρουν ένα ή περισσότερα μαστίγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”